Γιά πληροφορίες & παραγγελίες 

Η φωνή που δεν ακούστηκε

Υπάρχει μια φωνή που γεννήθηκε σιγανά, σαν ανάσα ανάμεσα σε δύο χτύπους της καρδιάς. Δεν διεκδίκησε ποτέ το κέντρο της σκηνής· έμαθε να στέκεται στην άκρη, εκεί όπου οι λέξεις σβήνουν πριν γίνουν ήχος. Είναι η φωνή που δίστασε, που φοβήθηκε, που έμαθε να μετρά τις σκέψεις της πριν τις αφήσει ελεύθερες, μέχρι που κάποτε σταμάτησε να τις μετρά και απλώς τις έκρυψε.

Μέσα της, όμως, ο κόσμος δεν σώπασε ποτέ. Στροβιλίζονται ανείπωτες φράσεις, μικρές προσευχές για κατανόηση, ερωτήσεις που δεν βρήκαν ποτέ αυτιά πρόθυμα να τις ακούσουν. Η σιωπή έγινε πανοπλία και φυλακή μαζί· προστάτευε από την απόρριψη, μα έκρυβε και την πιο βαθιά ανάγκη: να αναγνωριστεί, να ειπωθεί, να συναντήσει ένα βλέμμα που δεν θα βιαστεί να κρίνει.

Η φωνή που δεν ακούστηκε δεν είναι κενό· είναι μια ιστορία που κρατά την ανάσα της. Είναι η εσωτερική πάλη ανάμεσα στην επιθυμία να μείνεις αόρατος και στην ακατανίκητη ανάγκη να πεις «είμαι εδώ». Κάθε ανείπωτη λέξη βαραίνει την καρδιά σαν ανεπίδοτη επιστολή, περιμένοντας τη στιγμή που κάποιος θα την ανοίξει με τρυφερότητα και θα την διαβάσει μέχρι το τέλος, χωρίς βιασύνη, χωρίς φόβο.

Η φωνή που δεν ακούστηκε

Τη θυμάμαι να κάθεται πάντα δύο θρανία πίσω, δίπλα στο παράθυρο. Ένα κορίτσι με μαλλιά δεμένα πρόχειρα, με βλέμμα που γλιστρούσε πάνω από τα βιβλία και χανόταν στην αυλή. Όταν οι άλλοι σήκωναν χέρια, εκείνη κατέβαζε τα μάτια. Όχι γιατί δεν ήξερε την απάντηση, αλλά γιατί είχε μάθει πως η φωνή της δεν μετράει. Κάθε φορά που μάζευε θάρρος να μιλήσει, κάποιος γελούσε, κάποιος τη διέκοπτε, κάποιος πιο δυνατός έπαιρνε τη θέση της στον αέρα της τάξης.

Στο σπίτι, οι λέξεις της έσπαγαν πάνω σε τοίχους κουζίνας γεμάτους ατμό. «Μη δραματοποιείς», «υπάρχουν χειρότερα», «μην κάνεις φασαρία». Έτσι έμαθε να διπλώνει τις σκέψεις της σαν χαρτάκια και να τις κρύβει στις τσέπες. Στο λεωφορείο, όταν την έσπρωχναν, έλεγε «δεν πειράζει». Όταν την προσπερνούσαν στη δουλειά, έλεγε «ίσως δεν ήμουν αρκετά καλή». Η σιωπή της έγινε πανοπλία: βαριά, άβολη, αλλά γνώριμη.

Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπή κάτι δούλευε ασταμάτητα. Τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνταν, η φωνή που δεν ακούστηκε μιλούσε μέσα στο κεφάλι της καθαρά, δυνατά, σχεδόν τρομακτικά. Έγραφε σε τετράδια που δεν έδειχνε σε κανέναν, τραγουδούσε σιγανά στο μπάνιο, έλεγε «όχι» στον καθρέφτη για να συνηθίσει τον ήχο. Κάθε απόρριψη γινόταν ένα μικρό στρώμα γύρω από έναν πυρήνα που δεν έσβηνε, μόνο πυκνωνε.

Μια μέρα, σε μια αίθουσα συσκέψεων γεμάτη γραβάτες και βιαστικά βλέμματα, κάποιος είπε κάτι άδικο, κάτι που την έκαιγε. Ένιωσε τον παλιό κόμπο στο λαιμό, την παλιά συνήθεια να σωπάσει. Αλλά αυτή τη φορά, η σιωπή της δεν την προστάτευε πια· την έπνιγε. Πήρε ανάσα και μίλησε. Η φωνή της βγήκε τρεμάμενη, αλλά σταθερή. Κανείς δεν γέλασε. Κάποιοι γύρισαν και την κοίταξαν σαν να την έβλεπαν πρώτη φορά. Ένας συνάδελφος ψιθύρισε μετά: «Χαίρομαι που το είπες, το σκεφτόμουν κι εγώ».

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε κάτι που κανείς δεν της είχε πει: η φωνή που δεν ακούστηκε δεν είναι αδύναμη· είναι απλώς συσσωρευμένη. Κουβαλάει χρόνια καταπίεσης, χιλιάδες ανείπωτες φράσεις, όλα τα «άστο, δεν πειράζει» που τελικά πείραξαν. Κάθε άνθρωπος που δεν μίλησε, κάθε παιδί που το διέκοψαν, κάθε καλλιτέχνης που τον αγνόησαν, ζει μέσα σε αυτή τη φωνή. Γι’ αυτό, όταν επιτέλους βγαίνει προς τα έξω, τρέμει, αλλά έχει βάθος. Πονάει, αλλά φωτίζει.

Αν νιώθεις πως η δική σου φωνή δεν ακούστηκε, δεν είσαι μόνος. Η σιωπή σου δεν είναι κενό· είναι ιστορία σε αναμονή. Κάθε φορά που καταπίνεις μια λέξη, εκείνη δεν χάνεται· περιμένει. Περιμένει τη στιγμή που θα βρεις έναν άνθρωπο, ένα δωμάτιο, μια σελίδα, μια σκηνή, όπου ο φόβος θα είναι λίγο μικρότερος από την ανάγκη σου να υπάρξεις. Και τότε, όταν μιλήσεις, δεν θα μιλήσεις μόνο για σένα. Θα μιλήσεις για όλους όσοι έμαθαν να σωπαίνουν για να χωρέσουν. Αυτή είναι η κρυφή δύναμη της φωνής που δεν ακούστηκε: όταν επιτέλους ακουστεί, αλλάζει κάτι μέσα μας, αλλά και γύρω μας.

Δώσε χώρο στη φωνή που γεννιέται

Κάποτε, η φωνή που δεν ακούστηκε έμοιαζε χαμένη μέσα στον θόρυβο των άλλων. Σήμερα, αρχίζει δειλά αλλά σταθερά να βρίσκει τον δρόμο της, να δοκιμάζει λέξεις, να τρέμει και ταυτόχρονα να δυναμώνει. Κάθε φορά που επιλέγουμε να ακούμε πραγματικά ο ένας τον άλλον, ανοίγουμε ένα μικρό παράθυρο ελευθερίας: αναγνωρίζουμε τον πόνο, τη χαρά, την αμφιβολία και την ελπίδα που κουβαλά ο καθένας μας.

Η αυτοαποδοχή δεν είναι προορισμός, αλλά μια διαδρομή όπου μαθαίνουμε να στεκόμαστε με καλοσύνη απέναντι στον εαυτό μας. Να αγκαλιάζουμε τις ρωγμές μας, να τιμάμε τις ανάγκες μας και να επιτρέπουμε στα συναισθήματά μας να έχουν θέση και λόγο. Το θάρρος της έκφρασης δεν σημαίνει ότι δεν φοβόμαστε· σημαίνει ότι, παρά τον φόβο, επιλέγουμε να μιλήσουμε, να γράψουμε, να μοιραστούμε, να ζητήσουμε βοήθεια, να πούμε «είμαι εδώ».

Σε αυτόν τον κοινό χώρο, η δική σου φωνή έχει αξία. Αξίζει να ακουστεί, να σε εκπροσωπεί αυθεντικά, να συνδέεται με τις φωνές των άλλων χωρίς να χάνεται. Δώσε της χρόνο, δώσε της προσοχή, δώσε της εμπιστοσύνη. Και, ταυτόχρονα, άνοιξε χώρο για τις ιστορίες, τις σιωπές και τις αλήθειες των ανθρώπων γύρω σου. Έτσι υφαίνεται μια κοινότητα όπου κανείς δεν μένει αόρατος.

Μήνυμα: Άφησε τη φωνή σου να αλλάξει τον κόσμο.